- επιδίδω
- (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)αρχ.-μσν.1. πληρώνω2. (για νερό) ρέω, τρέχωαρχ.1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)2. δίνω, χορηγώ κατόπιν3. χορηγώ ως προίκα4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες τής πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)5. δωροδοκώ6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῡς τοῑς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», Θουκ.)7. απονέμω, μοιράζω8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾱλλον»)10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», Θουκ.)11. υποχωρώ12. δίνω αμοιβαία.
Dictionary of Greek. 2013.